Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζωναίος: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ζωναῑος, -α, -ον (Μ) [[ζώνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ουράνια [[ζώνη]] ή στους ζωναίους, αυτός που διαμένει σε μια από τις περιοχές του ουρανού, όπως τον διαιρούσαν οι αποκρυφιστές με παράλληλους κύκλους<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ζωναῖοι</i><br />υποτιθέμενη από τους αποκρυφιστές [[τάξη]] θείων όντων, στοιχείων που προΐστανται στην ουράνια [[ζώνη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ζωναῑος [[κόσμος]]» — ο [[κόσμος]] στον οποίο προΐστανται οι ζωναῖοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωναίως</i> (Μ)<br />[[κατά]] τον τρόπο, [[κατά]] την [[ενέργεια]] τών ζωναίων.
|mltxt=ζωναῖος, -α, -ον (Μ) [[ζώνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ουράνια [[ζώνη]] ή στους ζωναίους, αυτός που διαμένει σε μια από τις περιοχές του ουρανού, όπως τον διαιρούσαν οι αποκρυφιστές με παράλληλους κύκλους<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ζωναῖοι</i><br />υποτιθέμενη από τους αποκρυφιστές [[τάξη]] θείων όντων, στοιχείων που προΐστανται στην ουράνια [[ζώνη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ζωναῖος [[κόσμος]]» — ο [[κόσμος]] στον οποίο προΐστανται οι ζωναῖοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωναίως</i> (Μ)<br />[[κατά]] τον τρόπο, [[κατά]] την [[ενέργεια]] τών ζωναίων.
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

ζωναῖος, -α, -ον (Μ) ζώνη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ουράνια ζώνη ή στους ζωναίους, αυτός που διαμένει σε μια από τις περιοχές του ουρανού, όπως τον διαιρούσαν οι αποκρυφιστές με παράλληλους κύκλους
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ζωναῖοι
υποτιθέμενη από τους αποκρυφιστές τάξη θείων όντων, στοιχείων που προΐστανται στην ουράνια ζώνη
3. φρ. «ζωναῖος κόσμος» — ο κόσμος στον οποίο προΐστανται οι ζωναῖοι.
επίρρ...
ζωναίως (Μ)
κατά τον τρόπο, κατά την ενέργεια τών ζωναίων.