δαμαίος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α Δαμαῖος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[γένος]] ακάρεων<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Δαμαῖος</i><br />[[επίκληση]] του Ποσειδώνος στην Κόρινθο, [[ιπποδαμαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. επίθ. <i>Δαμαίος</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμα</i>- ( | |mltxt=ο (Α Δαμαῖος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[γένος]] ακάρεων<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Δαμαῖος</i><br />[[επίκληση]] του Ποσειδώνος στην Κόρινθο, [[ιπποδαμαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. επίθ. <i>Δαμαίος</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμα</i>- ([[πρβλ]]. αόρ. <i>εδάμασα</i>) του ρ. [[δάμνημι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο (Α Δαμαῖος)
νεοελλ.
βιολ. γένος ακάρεων
αρχ.
Δαμαῖος
επίκληση του Ποσειδώνος στην Κόρινθο, ιπποδαμαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. Δαμαίος < (θ.) δαμα- (πρβλ. αόρ. εδάμασα) του ρ. δάμνημι].