ιπποδαμαστής

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιπποδαμάστρια, (Α ἱπποδαμαστής)
ιππόδαμος, αυτός που δαμάζει, τιθασεύει ή εκγυμνάζει τους ίππους.