ιπποδαμαστής

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιπποδαμάστρια, (Α ἱπποδαμαστής)
ιππόδαμος, αυτός που δαμάζει, τιθασεύει ή εκγυμνάζει τους ίππους.