πρυμναίος: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / πρυμναῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται στην [[πρύμνη]], [[πρυμιός]] (α. «πρυμναίο [[πυροβολείο]]» β. «πρυμναῑα χαλινὰ οἰήκων», Οππ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πρυμναία</i><br />όλα τα εξαρτήματα ή τα σκεύη του πλοίου που βρίσκονται [[προς]] το [[μέρος]] της πρύμνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-α, -ο / πρυμναῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται στην [[πρύμνη]], [[πρυμιός]] (α. «πρυμναίο [[πυροβολείο]]» β. «πρυμναῖα χαλινὰ οἰήκων», Οππ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πρυμναία</i><br />όλα τα εξαρτήματα ή τα σκεύη του πλοίου που βρίσκονται [[προς]] το [[μέρος]] της πρύμνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

-α, -ο / πρυμναῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται στην πρύμνη, πρυμιός (α. «πρυμναίο πυροβολείο» β. «πρυμναῖα χαλινὰ οἰήκων», Οππ. Αλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμναία
όλα τα εξαρτήματα ή τα σκεύη του πλοίου που βρίσκονται προς το μέρος της πρύμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. -αῖος].