διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one
P. and V. ἤπειρος, ἡ.
of the mainland, adj.: P. ἠπειρωτικός, ἠπειρώτης. Fem. adj., P. and V., ἠπειρῶτις.
the people of the mainland: P. οἱ ἠπειρῶται.