γύμνασμα: Difference between revisions
(4) |
m (Text replacement - "Uebung" to "Übung") |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gymnasma | |Transliteration C=gymnasma | ||
|Beta Code=gu/mnasma | |Beta Code=gu/mnasma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[an exercise]], γ. καὶ ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.''Rh.''2.1, cf. J.''Ap.''1.10, Plu.2.1119d; γ. τῆς ψυχῆς Ph.1.590: in plural, rhetorical [[text-books]], Theo ''Prog.'' 1.<br><span class="bld">2</span> physical [[exercises]], Ruf. ap. Orib.inc.2.15, Luc.''Anach.''8,Ath. 10.413c. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[ejercicio físico]] πάντας τρόπους ἐξευρίσκειν γυμνασμάτων ἐπιτηδείων ταῖς παρθένοις Ruf. en Orib.<i>Inc</i>.18.15, τῶν γυμνασμάτων δὲ τούτων τὸ μὲν τῷ πηλῷ ἐκεῖνο πάλη καλεῖται Luc.<i>Anach</i>.8, θήρα δὲ αὐτῷ καὶ ἱππασία καὶ ὁπλομαχία συνήθη γυμνάσματα X.Eph.1.1.2, cf. 1.5.1, γ. καὶ μελέτη Plu.2.979a, cf. Ath.413c<br /><b class="num">•</b>como preparación ascética γυμνάσματα συνεχῶς ποιούμενος διωγμῶν Clem.Al.<i>Paed</i>.3.8.41, γυμνάσματα τῶν πολεμικῶν entrenamientos para la guerra</i> Plu.2.639e<br /><b class="num">•</b>fig. peyor. ἀπὸ πολλῶν ... γυμνασμάτων por los muchos ejercicios físicos recibidos</i> ref. a las marcas de los golpes, Aesop.20.1.<br /><b class="num">2</b> sg. y plu. [[ejercicio intelectual]] γυμνάσματά τε καὶ ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.<i>Rh</i>.2.1, ἐν σχολῇ μειρακίων γ. ejercicio de jóvenes en la escuela</i> ref. a la historia que escribe Josefo, I.<i>Ap</i>.1.53, γ. ... διαλεκτικόν Plu.2.1119d, γυμνάσματα λόγου M.Ant.10.31, τὰ παραδεδομένα γυμνάσματα los manuales de retórica tradicionales</i> Theo <i>Prog</i>.59.18. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0509.png Seite 509]] τό, Übung, Luc. gymn. 8; τῆς ῥητορικῆς Dion. Hal. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[exercice gymnique]];<br /><b>2</b> [[exercice de rhétorique]].<br />'''Étymologie:''' [[γυμνάζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γύμνασμα -ατος, τό [γυμνάζω] [[gymnastiekoefening]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γύμνασμα:''' ατος τό упражнение, состязание (Luc.; перен. γ. [[διαλεκτικόν]] Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''γύμνασμα''': τό, ἄσκησις, [[γύμνασις]], [[ἐφαρμογή]], Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1, Πλούτ. 2. 1119D. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[γύμνασμα]]) [[γυμνάζω]]<br />σωματική ή πνευματική [[άσκηση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:40, 26 September 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A an exercise, γ. καὶ ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1, cf. J.Ap.1.10, Plu.2.1119d; γ. τῆς ψυχῆς Ph.1.590: in plural, rhetorical text-books, Theo Prog. 1.
2 physical exercises, Ruf. ap. Orib.inc.2.15, Luc.Anach.8,Ath. 10.413c.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 ejercicio físico πάντας τρόπους ἐξευρίσκειν γυμνασμάτων ἐπιτηδείων ταῖς παρθένοις Ruf. en Orib.Inc.18.15, τῶν γυμνασμάτων δὲ τούτων τὸ μὲν τῷ πηλῷ ἐκεῖνο πάλη καλεῖται Luc.Anach.8, θήρα δὲ αὐτῷ καὶ ἱππασία καὶ ὁπλομαχία συνήθη γυμνάσματα X.Eph.1.1.2, cf. 1.5.1, γ. καὶ μελέτη Plu.2.979a, cf. Ath.413c
•como preparación ascética γυμνάσματα συνεχῶς ποιούμενος διωγμῶν Clem.Al.Paed.3.8.41, γυμνάσματα τῶν πολεμικῶν entrenamientos para la guerra Plu.2.639e
•fig. peyor. ἀπὸ πολλῶν ... γυμνασμάτων por los muchos ejercicios físicos recibidos ref. a las marcas de los golpes, Aesop.20.1.
2 sg. y plu. ejercicio intelectual γυμνάσματά τε καὶ ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1, ἐν σχολῇ μειρακίων γ. ejercicio de jóvenes en la escuela ref. a la historia que escribe Josefo, I.Ap.1.53, γ. ... διαλεκτικόν Plu.2.1119d, γυμνάσματα λόγου M.Ant.10.31, τὰ παραδεδομένα γυμνάσματα los manuales de retórica tradicionales Theo Prog.59.18.
German (Pape)
[Seite 509] τό, Übung, Luc. gymn. 8; τῆς ῥητορικῆς Dion. Hal.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 exercice gymnique;
2 exercice de rhétorique.
Étymologie: γυμνάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γύμνασμα -ατος, τό [γυμνάζω] gymnastiekoefening.
Russian (Dvoretsky)
γύμνασμα: ατος τό упражнение, состязание (Luc.; перен. γ. διαλεκτικόν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γύμνασμα: τό, ἄσκησις, γύμνασις, ἐφαρμογή, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1, Πλούτ. 2. 1119D.