εύγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔγραμμος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[καλλίγραμμος]], με ωραίες αρμονικές γραμμές<br /><b>2.</b> καλά σχεδιασμένος, με [[ωραίο]] [[περίγραμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῦ λόγου»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[εὔγραμμος]]<br />ο [[καλλιγράφος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔγραμμον</i><br />η ωραία [[εμφάνιση]], η αρμονική [[γραμμή]] («τῶν ὀφρύων τὸ εὔγραμμον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]), [[πρβλ]]. [[ευθύ]]-<i>γραμμος</i>, <i>καλλί</i>-<i>γραμμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔγραμμος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[καλλίγραμμος]], με ωραίες αρμονικές γραμμές<br /><b>2.</b> καλά σχεδιασμένος, με [[ωραίο]] [[περίγραμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῦ λόγου»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[εὔγραμμος]]<br />ο [[καλλιγράφος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔγραμμον</i><br />η ωραία [[εμφάνιση]], η αρμονική [[γραμμή]] («τῶν ὀφρύων τὸ εὔγραμμον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]), [[πρβλ]]. [[ευθύγραμμος]], [[καλλίγραμμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:59, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔγραμμος, -ον)
1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές
2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα
αρχ.
1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῦ λόγου»)
2. το αρσ. ως ουσ.εὔγραμμος
ο καλλιγράφος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγραμμον
η ωραία εμφάνιση, η αρμονική γραμμή («τῶν ὀφρύων τὸ εὔγραμμον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύγραμμος, καλλίγραμμος].