εύκλωνος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔκλωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους κλώνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλων]] «[[κλαδί]]»), [[πρβλ]]. <i>μονό</i>-<i>κλωνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>κλωνος</i>].
|mltxt=[[εὔκλωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους κλώνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλων]] «[[κλαδί]]»), [[πρβλ]]. [[μονόκλωνος]], [[πολύκλωνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὔκλωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους κλώνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κλωνος (< κλων «κλαδί»), πρβλ. μονόκλωνος, πολύκλωνος].