θίβις: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=θῖβις και [[θίβις]], -εως ἡ (Α)<br />[[καλάθι]] πλεγμένο από πάπυρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως<br />[[πρβλ]]. εβρ. <i>t</i><i>ē</i><i>bh</i><i>ā</i><i>h</i>, το οποίο προήλθε με τη [[σειρά]] του από αιγυπτ. <i>db</i>',<i>t</i> «[[κιβώτιο]]»]. | ||
}} | }} |