ιοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰοβλέφαρος]], δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλεφαρίδες με το [[χρώμα]] του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἰοβλέφαροι<br />καλλιβλέφαροι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), [[πρβλ]]. <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>βλέφαρος</i>].
|mltxt=[[ἰοβλέφαρος]], δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλεφαρίδες με το [[χρώμα]] του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἰοβλέφαροι<br />καλλιβλέφαροι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), [[πρβλ]]. [[καλλιβλέφαρος]], [[χρυσοβλέφαρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:08, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι
καλλιβλέφαροι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλιβλέφαρος, χρυσοβλέφαρος].