καλλιβλέφαρος
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
καλλιβλέφαρον,
A with beautiful eyelids: beautiful-eyed, E.Ion189 (lyr.).
II as substantive, καλλιβλέφαρον (sc. φάρμακον), τό, paint for the eyelids and eyelashes, Dsc.1.69, 1Enoch8.1, Gal.12.211: as adjective, καλλιβλεφάρους ὀνομαζομένας δυνάμεις ib.62.
German (Pape)
[Seite 1309] mit schönen Augenwimpern, διδύμων προσώπων καλλιβλέφαρον φῶς Eur. Ion 189, mss. καλλίφαρος; – τὸ καλλιβλέφαρον, ein Mittel zum Färben der Augenlider, Galen., sc. φάρμακον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 aux belles paupières;
2 qui embellit les paupières ; τὸ καλλιβλέφαρον sorte de fard.
Étymologie: καλός, βλέφαρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιβλέφαρος -ον [καλός, βλέφαρον] met fraaie oogleden of met fraaie ogen.
Russian (Dvoretsky)
καλλιβλέφᾰρος: с красивыми ресницами (προσώπων φῶς Eur.).
Greek Monolingual
καλλιβλέφαρος, -ον (AM)
αυτός που έχει ωραία μάτια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλιβλέφαρον (ενν. φάρμακον)
χρωστική ουσία που χρησίμευε για τη βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικοβλέφαρος, χαριτοβλέφαρος].
Greek Monotonic
καλλιβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει ωραία βλέφαρα, βλεφαρίδες, αυτός που έχει όμορφα μάτια, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιβλέφᾰρος: -ον, ἔχων καλά, ὡραῖα βλέφαρα, ὡραίους ὀφθαλμούς, Εὐρ. Ἴων 189. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., καλλιβλέφαρον (δηλ. φάρμακον), τό, βαφὴ τῶν βλεφάρων καὶ βλεφαρίδων, Διοσκ. 1. 86, Γαλην., τ. 13, σ. 260, Πλίν.
Middle Liddell
καλλι-βλέφᾰρος, ον βλέφαρον
with beautiful eyelids, beautiful-eyed, Eur.