κοψομύτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. κοψομύτα<br />αυτός που έχει κομμένη [[μύτη]], [[κουτσομύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μύτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύτη]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο, θηλ. κοψομύτα<br />αυτός που έχει κομμένη [[μύτη]], [[κουτσομύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μύτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύτη]]), [[πρβλ]]. [[σουβλομύτης]], [[ψηλομύτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 24 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. κοψομύτα
αυτός που έχει κομμένη μύτη, κουτσομύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -μύτης (< μύτη), πρβλ. σουβλομύτης, ψηλομύτης.