κοψομύτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κοψομύτα<br />αυτός που έχει κομμένη [[μύτη]], [[κουτσομύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μύτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύτη]]), [[πρβλ]]. <i>σουβλο</i>-[[μύτης]], <i>ψηλο</i>-[[μύτης]].
|mltxt=ο, θηλ. κοψομύτα<br />αυτός που έχει κομμένη [[μύτη]], [[κουτσομύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μύτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύτη]]), [[πρβλ]]. [[σουβλομύτης]], [[ψηλομύτης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοψομύτα
αυτός που έχει κομμένη μύτη, κουτσομύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -μύτης (< μύτη), πρβλ. σουβλομύτης, ψηλομύτης.