λιοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[ελαιοφάγος]], αυτός που τρώγει τις ελιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιο</i>-(II) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[ἐσθίω]], «[[τρώω]]»)].
|mltxt=ο<br />[[ελαιοφάγος]], αυτός που τρώγει τις ελιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιο</i>-(II) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. [[ἔφαγ]]-<i>ον</i>, αόρ. του [[ἐσθίω]], «[[τρώω]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο
ελαιοφάγος, αυτός που τρώγει τις ελιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιο-(II) + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔφαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω, «τρώω»)].