λιοφάγος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
ο
ελαιοφάγος, αυτός που τρώγει τις ελιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιο-(II) + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔφαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω, «τρώω»)].