λιβανομάντης: Difference between revisions
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[λιβανόμαντις]] και λιβανομάντισσα (Μ [[λιβανόμαντις]], ὁ, ἡ)<br />αυτός που ασκεί [[μαντεία]] από τη [[διεύθυνση]] ή το [[σχήμα]] του καπνού του καιγόμενου λιβανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίβανος]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=ο, θηλ. [[λιβανόμαντις]] και λιβανομάντισσα (Μ [[λιβανόμαντις]], ὁ, ἡ)<br />αυτός που ασκεί [[μαντεία]] από τη [[διεύθυνση]] ή το [[σχήμα]] του καπνού του καιγόμενου λιβανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίβανος]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]] ([[πρβλ]]. [[αριστόμαντις]], [[οιωνόμαντις]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:53, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. λιβανόμαντις και λιβανομάντισσα (Μ λιβανόμαντις, ὁ, ἡ)
αυτός που ασκεί μαντεία από τη διεύθυνση ή το σχήμα του καπνού του καιγόμενου λιβανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + μάντις (πρβλ. αριστόμαντις, οιωνόμαντις)].