τριβώνιον: Difference between revisions

mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trivonion
|Transliteration C=trivonion
|Beta Code=tribw/nion
|Beta Code=tribw/nion
|Definition=τό, [[small cloak]], Dim. of [[τρίβων]] (A), ib. 33,116, Pl.714,842, al., Lys.32.16, PSI4.418.19 (iii B. C.), PCair.Zen.659.20 (iii B. C.), Alciphr.3.55; dub. in Is.5.11.
|Definition=τό, [[small cloak]], ''Dim. of'' [[τρίβων]] (A), ib. 33,116, Pl.714,842, al., Lys.32.16, PSI4.418.19 (iii B. C.), PCair.Zen.659.20 (iii B. C.), Alciphr.3.55; dub. in Is.5.11.
}}
{{ls
|lstext='''τρῐβώνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τρίβων]], Ἀριστοφ. Σφ. 33, 116, Πλ. 714, 842, κ. ἀλλ.· Λυσίας 903. 5· [[τριβώνιον]] ἔχων πολύθυρον, ἅπαντι ἀνέμῳ ἀναπεπταμένον, καὶ ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1, 2, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τριβώνιον]]· πάλλιον, [[περιβόλαιον]]» - «[[φόρημα]] κυνικόν, [[ἱμάτιον]] παλαιὸν» Σουΐδ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit manteau grossier, vêtement misérable.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβων]].
|btext=ου (τό) :<br />[[petit manteau grossier]], [[vêtement misérable]].<br />'''Étymologie:''' [[τρίβων]].
}}
}}
{{lsm
{{elnl
|lsmtext='''τρῐβώνιον:''' τό, υποκορ. του [[τρίβω]], σε Αριστοφ.
|elnltext=τριβώνιον -ου, τό, demin. van τρίβων, manteltje.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῐβώνιον:''' τό Arph., Lys., Luc. = [[τρίβων]] II, 2.
|elrutext='''τρῐβώνιον:''' τό Arph., Lys., Luc. = [[τρίβων]] II, 2.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=τριβώνιον -ου, τό, demin. van τρίβων, manteltje.
|lsmtext='''τρῐβώνιον:''' τό, υποκορ. του [[τρίβω]], σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''τρῐβώνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τρίβων]], Ἀριστοφ. Σφ. 33, 116, Πλ. 714, 842, κ. ἀλλ.· Λυσίας 903. 5· [[τριβώνιον]] ἔχων πολύθυρον, ἅπαντι ἀνέμῳ ἀναπεπταμένον, καὶ ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1, 2, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τριβώνιον]]· πάλλιον, [[περιβόλαιον]]» - «[[φόρημα]] κυνικόν, [[ἱμάτιον]] παλαιὸν» Σουΐδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

English (LSJ)

τό, small cloak, Dim. of τρίβων (A), ib. 33,116, Pl.714,842, al., Lys.32.16, PSI4.418.19 (iii B. C.), PCair.Zen.659.20 (iii B. C.), Alciphr.3.55; dub. in Is.5.11.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit manteau grossier, vêtement misérable.
Étymologie: τρίβων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριβώνιον -ου, τό, demin. van τρίβων, manteltje.

Russian (Dvoretsky)

τρῐβώνιον: τό Arph., Lys., Luc. = τρίβων II, 2.

Greek Monotonic

τρῐβώνιον: τό, υποκορ. του τρίβω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τρίβων, Ἀριστοφ. Σφ. 33, 116, Πλ. 714, 842, κ. ἀλλ.· Λυσίας 903. 5· τριβώνιον ἔχων πολύθυρον, ἅπαντι ἀνέμῳ ἀναπεπταμένον, καὶ ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1, 2, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριβώνιον· πάλλιον, περιβόλαιον» - «φόρημα κυνικόν, ἱμάτιον παλαιὸν» Σουΐδ.

Middle Liddell

τρῐβώνιον, ου, τό, [Dim. of τρίβων, Ar.]

English (Woodhouse)

coarse cloak