μπράτσο: Difference between revisions
From LSJ
αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
m (Text replacement - "ο, τιδήποτε" to "οτιδήποτε") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />(Μ [ | |mltxt=[[μπράτσο]], το<br />(Μ [[μπράτσον]], [[πράτσον]])<br /><b>1.</b> ο [[βραχίονας]] του χεριού<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] χειρισμού τών κεραιών του καραβιού, ο [[κερουλκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[μήκος]] του βραχίονα ως [[μέτρο]] μήκους<br /><b>2.</b> οτιδήποτε έχει [[σχήμα]] μπράτσου («το [[μπράτσο]] της πολυθρόνας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> βεν. <i>brazzo</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>[[bracchium]]</i> <span style="color: red;"><</span> [[βραχίων]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:35, 5 June 2022
Greek Monolingual
μπράτσο, το
(Μ μπράτσον, πράτσον)
1. ο βραχίονας του χεριού
2. ναυτ. σχοινί χειρισμού τών κεραιών του καραβιού, ο κερουλκός
νεοελλ.
1. το μήκος του βραχίονα ως μέτρο μήκους
2. οτιδήποτε έχει σχήμα μπράτσου («το μπράτσο της πολυθρόνας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. βεν. brazzo < λατ. bracchium < βραχίων.