μπράτσο
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek Monolingual
μπράτσο, το
(Μ μπράτσον, πράτσον)
1. ο βραχίονας του χεριού
2. ναυτ. σχοινί χειρισμού τών κεραιών του καραβιού, ο κερουλκός
νεοελλ.
1. το μήκος του βραχίονα ως μέτρο μήκους
2. οτιδήποτε έχει σχήμα μπράτσου («το μπράτσο της πολυθρόνας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. βεν. brazzo < λατ. bracchium < βραχίων.