λοξώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM λοξῶ, -όω, Μ και [[λοξώνω]]) [[λοξός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] λοξό, [[λοξεύω]] («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῑτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πλάγια]].
|mltxt=(AM λοξῶ, -όω, Μ και [[λοξώνω]]) [[λοξός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] λοξό, [[λοξεύω]] («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῖτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πλάγια]].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM λοξῶ, -όω, Μ και λοξώνω) λοξός
κάνω κάτι λοξό, λοξεύω («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῖτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», Στράβ.)
αρχ.
ρίχνω κάτι πλάγια.