ἀμφιθάλπω: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfithalpo
|Transliteration C=amfithalpo
|Beta Code=a)mfiqa/lpw
|Beta Code=a)mfiqa/lpw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[warm on both sides]], [[cherish]], Luc.<span class="title">Trag.</span>28.</span>
|Definition=[[warm on both sides]], [[cherish]], Luc.''Trag.''28.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[caldear por todos lados]], fig. [[cuidar]], [[mimar]] σε πάντες ἀμφιθάλπομεν Luc.<i>Trag</i>.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0139.png Seite 139]] ringsum erwärmen, Luc. Tragop. 28.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0139.png Seite 139]] ringsum erwärmen, Luc. Tragop. 28.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἀμφιθάλπω''': [[θερμαίνω]] τι [[ἀμφοτέρωθεν]], [[θεραπεύω]], περιποιοῦμαι, Λουκ. Τραγ. 28: - φοίνικας ἁλίῳ πέπλους αὐγαῖσιν ἐν χρυσέαις ἀμφιθάλπουσ’ Εὐρ. Ἑλ. 181 ([[ἐπειδὴ]] ἐλέγετο ὅτι ἡ [[πορφύρα]] ἀνελάμβανε τὴν ζωηρότητα αὑτῆς ἐκτιθεμένη εἰς τὸν ἥλιον), πρβλ. Ἱππόλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] 125, Πολυδ. Α. 49.
|btext=<i>seul. prés.</i><br />[[réchauffer en enveloppant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[θάλπω]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>seul. prés.</i><br />réchauffer en enveloppant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[θάλπω]].
|elrutext='''ἀμφιθάλπω:'''<br /><b class="num">1</b> [[нагревать]] (πέπλους αὐγαῖσιν ἐν ταῖς χρυσέαις Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[согревать]], [[лелеять]] (τινά Luc.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=[[caldear por todos lados]], fig. [[cuidar]], [[mimar]] σε πάντες ἀμφιθάλπομεν Luc.<i>Trag</i>.28.
|lstext='''ἀμφιθάλπω''': [[θερμαίνω]] τι [[ἀμφοτέρωθεν]], [[θεραπεύω]], περιποιοῦμαι, Λουκ. Τραγ. 28: - φοίνικας ἁλίῳ πέπλους αὐγαῖσιν ἐν χρυσέαις ἀμφιθάλπουσ’ Εὐρ. Ἑλ. 181 ([[ἐπειδὴ]] ἐλέγετο ὅτι ἡ [[πορφύρα]] ἀνελάμβανε τὴν ζωηρότητα αὑτῆς ἐκτιθεμένη εἰς τὸν ἥλιον), πρβλ. Ἱππόλ. τοῦ αὐτοῦ 125, Πολυδ. Α. 49.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιθάλπω:''' [[θερμαίνω]] [[κάτι]] και από τις [[δύο]] πλευρές, [[θεραπεύω]] ή [[περιποιούμαι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀμφιθάλπω:''' [[θερμαίνω]] [[κάτι]] και από τις [[δύο]] πλευρές, [[θεραπεύω]] ή [[περιποιούμαι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιθάλπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нагревать]] (πέπλους αὐγαῖσιν ἐν ταῖς χρυσέαις Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[согревать]], [[лелеять]] (τινά Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[warm]] on [[both]] sides, or [[thoroughly]], Eur.
|mdlsjtxt=to [[warm]] on [[both]] sides, or [[thoroughly]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 3 March 2024

English (LSJ)

warm on both sides, cherish, Luc.Trag.28.

Spanish (DGE)

caldear por todos lados, fig. cuidar, mimar σε πάντες ἀμφιθάλπομεν Luc.Trag.28.

German (Pape)

[Seite 139] ringsum erwärmen, Luc. Tragop. 28.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
réchauffer en enveloppant.
Étymologie: ἀμφί, θάλπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιθάλπω:
1 нагревать (πέπλους αὐγαῖσιν ἐν ταῖς χρυσέαις Eur.);
2 согревать, лелеять (τινά Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιθάλπω: θερμαίνω τι ἀμφοτέρωθεν, θεραπεύω, περιποιοῦμαι, Λουκ. Τραγ. 28: - φοίνικας ἁλίῳ πέπλους αὐγαῖσιν ἐν χρυσέαις ἀμφιθάλπουσ’ Εὐρ. Ἑλ. 181 (ἐπειδὴ ἐλέγετο ὅτι ἡ πορφύρα ἀνελάμβανε τὴν ζωηρότητα αὑτῆς ἐκτιθεμένη εἰς τὸν ἥλιον), πρβλ. Ἱππόλ. τοῦ αὐτοῦ 125, Πολυδ. Α. 49.

Greek Monolingual

ἀμφιθάλπω (Α)
1. θερμαίνω κάτι από όλες τις πλευρές
2. περιβάλλω με στοργή, περιποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θάλπω.

Greek Monotonic

ἀμφιθάλπω: θερμαίνω κάτι και από τις δύο πλευρές, θεραπεύω ή περιποιούμαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

to warm on both sides, or thoroughly, Eur.