πεπρίλος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peprilos
|Transliteration C=peprilos
|Beta Code=pepri/los
|Beta Code=pepri/los
|Definition=ὁ, a kind of [[fish]], Hsch.
|Definition=ὁ, a kind of [[fish]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[είδος]] ψαριού που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμησης ανήκει στην [[οικογένεια]] stromateidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. σχηματισμένος από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του [[πέρδομαι]] με διπλασιασμό <i>πε</i>- και [[επίθημα]] -[[ίλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ναυτ</i>-[[ίλος]])].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[είδος]] ψαριού που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμησης ανήκει στην [[οικογένεια]] stromateidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. σχηματισμένος από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του [[πέρδομαι]] με διπλασιασμό <i>πε</i>- και [[επίθημα]] -[[ίλος]] ([[πρβλ]]. [[ναυτίλος]])].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: s. [[πέρδομαι]]
|etymtx=See also: s. [[πέρδομαι]]
}}
}}

Latest revision as of 09:37, 25 August 2023

English (LSJ)

ὁ, a kind of fish, Hsch.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
είδος ψαριού που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμησης ανήκει στην οικογένεια stromateidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα του πέρδομαι με διπλασιασμό πε- και επίθημα -ίλος (πρβλ. ναυτίλος)].

Frisk Etymological English

See also: s. πέρδομαι