συγκατακεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατακεράννυμι''': συναναμιγνύω, [[συγκεράννυμι]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 135 ἐν τέλει: ἐν τῷ παθητ., Ἀρέσας ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 856.
|lstext='''συγκατακεράννυμι''': συναναμιγνύω, [[συγκεράννυμι]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 135 ἐν τέλει: ἐν τῷ παθητ., Ἀρέσας ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 856.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αναμιγνύω]] εκ παραλλήλου, [[αναμιγνύω]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αναμιγνύω]] εκ παραλλήλου, [[αναμιγνύω]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»].
|mltxt=Α<br />[[αναμιγνύω]] εκ παραλλήλου, [[αναμιγνύω]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 19:25, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατακεράννυμι Medium diacritics: συγκατακεράννυμι Low diacritics: συγκατακεράννυμι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synkatakeránnymi Transliteration B: synkatakerannymi Transliteration C: sygkatakerannymi Beta Code: sugkatakera/nnumi

English (LSJ)

commingle, mix up with, Aesar. ap. Stob.1.49.27 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκατακεράννυμι: συναναμιγνύω, συγκεράννυμι, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 135 ἐν τέλει: ἐν τῷ παθητ., Ἀρέσας ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 856.

Greek Monolingual

Α
αναμιγνύω εκ παραλλήλου, αναμιγνύω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακεράννυμι «αναμιγνύω»].