διαβεβαιωτικός: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diavevaiotikos
|Transliteration C=diavevaiotikos
|Beta Code=diabebaiwtiko/s
|Beta Code=diabebaiwtiko/s
|Definition=ή, όν, [[affirmative]], δ. σύνδεσμος <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>235.26</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>415.42</span>; θεωρία <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>7</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>318.28</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.233</span>.
|Definition=διαβεβαιωτική, διαβεβαιωτικόν, [[affirmative]], δ. σύνδεσμος A.D.''Conj.''235.26, al., ''EM''415.42; θεωρία Ptol.''Tetr.''7. Adv. [[διαβεβαιωτικῶς]] A.D.''Synt.''318.28, S.E.''P.''1.233.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[seguro]] θέσις S.E.<i>P</i>.2.244, (θεωρία) οὐ δ. op. [[εἰκαστική]] Ptol.<i>Tetr</i>.1.2.15.<br /><b class="num">2</b> gram. [[aseverativo]], [[afirmativo]] σύνδεσμοι A.D.<i>Synt</i>.245.6, <i>Coni</i>.235.26, <i>EM</i> 415.42G., Sch.Er.<i>Il</i>.1.77-78a, 15.288a, del modo indicativo, Origenes M.12.1141D.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[con seguridad]] κατὰ τὸ φαινόμενον ἡμῖν ... καὶ οὐ δ. S.E.<i>P</i>.1.233, cf. 2.28.<br /><b class="num">2</b> [[con resolución]], [[con firmeza]] Sch.Er.<i>Il</i>.3.46-52.<br /><b class="num">3</b> [[afirmativa]], [[aseverativamente]] A.D.<i>Synt</i>.318.28.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβεβαιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν βεβαίωσιν δ. [[σύνδεσμος]], σημαίνων διαβεβαίωσιν, Ἐτυμ. Μ. 415. 42.- Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 233. 2)= [[βέβαιος]], ἀντίθ. τῷ [[στοχαστικός]], Πρόκλ. Παρ. σ. 10.
|lstext='''διαβεβαιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν βεβαίωσιν δ. [[σύνδεσμος]], σημαίνων διαβεβαίωσιν, Ἐτυμ. Μ. 415. 42.- Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 233. 2)= [[βέβαιος]], ἀντίθ. τῷ [[στοχαστικός]], Πρόκλ. Παρ. σ. 10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[seguro]] θέσις S.E.<i>P</i>.2.244, (θεωρία) οὐ δ. op. [[εἰκαστική]] Ptol.<i>Tetr</i>.1.2.15.<br /><b class="num">2</b> gram. [[aseverativo]], [[afirmativo]] σύνδεσμοι A.D.<i>Synt</i>.245.6, <i>Coni</i>.235.26, <i>EM</i> 415.42G., Sch.Er.<i>Il</i>.1.77-78a, 15.288a, del modo indicativo, Origenes M.12.1141D.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[con seguridad]] κατὰ τὸ φαινόμενον ἡμῖν ... καὶ οὐ δ. S.E.<i>P</i>.1.233, cf. 2.28.<br /><b class="num">2</b> [[con resolución]], [[con firmeza]] Sch.Er.<i>Il</i>.3.46-52.<br /><b class="num">3</b> [[afirmativa]], [[aseverativamente]] A.D.<i>Synt</i>.318.28.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβεβαιωτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που διαβεβαιώνει, που πιστοποιεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται σε ισχυρή [[βεβαίωση]]<br /><b>2.</b> ο [[βέβαιος]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβεβαιωτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που διαβεβαιώνει, που πιστοποιεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται σε ισχυρή [[βεβαίωση]]<br /><b>2.</b> ο [[βέβαιος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

English (LSJ)

διαβεβαιωτική, διαβεβαιωτικόν, affirmative, δ. σύνδεσμος A.D.Conj.235.26, al., EM415.42; θεωρία Ptol.Tetr.7. Adv. διαβεβαιωτικῶς A.D.Synt.318.28, S.E.P.1.233.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1seguro θέσις S.E.P.2.244, (θεωρία) οὐ δ. op. εἰκαστική Ptol.Tetr.1.2.15.
2 gram. aseverativo, afirmativo σύνδεσμοι A.D.Synt.245.6, Coni.235.26, EM 415.42G., Sch.Er.Il.1.77-78a, 15.288a, del modo indicativo, Origenes M.12.1141D.
II adv. -ῶς
1 con seguridad κατὰ τὸ φαινόμενον ἡμῖν ... καὶ οὐ δ. S.E.P.1.233, cf. 2.28.
2 con resolución, con firmeza Sch.Er.Il.3.46-52.
3 afirmativa, aseverativamente A.D.Synt.318.28.

Greek (Liddell-Scott)

διαβεβαιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν βεβαίωσιν δ. σύνδεσμος, σημαίνων διαβεβαίωσιν, Ἐτυμ. Μ. 415. 42.- Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 233. 2)= βέβαιος, ἀντίθ. τῷ στοχαστικός, Πρόκλ. Παρ. σ. 10.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαβεβαιωτικός, -ή, -όν)
αυτός που διαβεβαιώνει, που πιστοποιεί
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται σε ισχυρή βεβαίωση
2. ο βέβαιος.