ἀμυχώδης: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amychodis
|Transliteration C=amychodis
|Beta Code=a)muxw/dhs
|Beta Code=a)muxw/dhs
|Definition=ες, [[chapped]], ἐξανθίσματα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>435</span>.
|Definition=ἀμυχῶδες, [[chapped]], ἐξανθίσματα Hp.''Coac.''435.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες [[parecido a rasguños]] ἐξανθίσματα Hp.<i>Coac</i>.435.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμυχώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἀμυχῇ, [[ἐξάνθημα]] Ἱππ. Κωακ. 189Α: - ἐπὶ τοῦ ἄνθους τῆς ῥοιᾶς, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 13, 5.
|lstext='''ἀμυχώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἀμυχῇ, [[ἐξάνθημα]] Ἱππ. Κωακ. 189Α: - ἐπὶ τοῦ ἄνθους τῆς ῥοιᾶς, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 13, 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες [[parecido a rasguños]] ἐξανθίσματα Hp.<i>Coac</i>.435.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμυχώδης]], -ες (Α) [[ἀμυχή]]<br />όμοια με [[αμυχή]], [[γεμάτος]] σκασίματα, ραγάδες.
|mltxt=[[ἀμυχώδης]], -ες (Α) [[ἀμυχή]]<br />όμοια με [[αμυχή]], [[γεμάτος]] σκασίματα, ραγάδες.
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

English (LSJ)

ἀμυχῶδες, chapped, ἐξανθίσματα Hp.Coac.435.

Spanish (DGE)

-ες parecido a rasguños ἐξανθίσματα Hp.Coac.435.

German (Pape)

[Seite 133] ες, mit Ritzen und Rissen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυχώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀμυχῇ, ἐξάνθημα Ἱππ. Κωακ. 189Α: - ἐπὶ τοῦ ἄνθους τῆς ῥοιᾶς, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 13, 5.

Greek Monolingual

ἀμυχώδης, -ες (Α) ἀμυχή
όμοια με αμυχή, γεμάτος σκασίματα, ραγάδες.