ἐξάνθημα
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
-ατος, τό, exanthem, exanthema, efflorescence, eruption, pustule, Hp.Aph.6.9, Epid.1.9, cf. Arist. HA518a12, Ph.2.225: metaph., [πάθη] χρηστῆς φύσεως οἷον ἐξάνθημα Plu.2.528d.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1medic. exantema, erupción cutánea, Hp.Prorrh.2.43, ἐν τῷ ἐξανθήματι ὃ καλεῖται λεύκη Arist.HA 518a12, ἐ. γενόμενον περὶ τὸ χεῖλος Phld.Stoic.Hist.26.3, cf. Aët.6.68
•más frec. plu. τὰ πλατέα ἐξανθήματα, οὐ πάνυ τι κνησμώδεα los exantemas extendidos no causan demasiado picor Hp.Aph.6.9, ἐξανθήματα ... ἐρυθρά, στρογγύλα, σμικρά Hp.Epid.1.26.2, μέλανα Gal.10.367, ἑλκώδη Gal.11.845, cf. Plu.2.671a, Gal.7.285, λειχηνώδη Aët.2.3, cf. 8.12, σὺν ἐλαίῳ δὲ καὶ ἅλατι ἐξανθήματα θεραπεύει Gp.12.30.3.
2 fig. eflorescencia πάθη ... χρηστῆς δὲ φύσεως οἷον ἐξανθήματα Plu.2.528d, ἔλεγε ... τοὺς στεφάνους δόξης ἐξανθήματα llamaba a las coronas eflorescencias de la fama Diog.501.
II bot. ἀκάνθης ἐξανθήματα papo de cardo Hsch.s.u. γήρεια.
German (Pape)
[Seite 869] τό, das Aufgeblühte, bes. Hautausschlag, kleine Geschwüre, Medic.; ἐξάνθημα, ὃ καλεῖται λεύκη Arist. de anim. 3, 11.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάνθημα: ατος τό накожная болезнь, сыпь (ἐ. καὶ φλεγμασία Arst.; ἐξανθήματα ψωρικά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάνθημα: τό, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἱππ. Ἀφορ. 1256, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 946, κτλ. (οὐχὶ ἐξάνθισμα ὡς ἡμαρτημένως πολλάκις τυποῦται).
Greek Monolingual
το (AM ἐξάνθημα) εξανθώ
δερματική αλλοίωση, μικρό ερυθρηματώδες έλκος, πληγή
αρχ.-μσν.
άνθος («ἀκάνθης λευκὸν ἐξάνθημα», Ευστ.)
αρχ.
μτφ. τα πάθη («χρηστῆς φύσεως οἷον ἐξανθήματα», Πλούτ.).
Wikipedia EN
An exanthem is a widespread rash occurring on the outside of the body and usually occurring in children. An exanthem can be caused by toxins, drugs, or microorganisms, or can result from autoimmune disease. The term exanthem is from the Greek ἐξάνθημα, exánthēma, 'a breaking out'. It can be contrasted with enanthems which occur inside the body, such as on mucous membranes.
Translations
ar: طفح ظاهر; ca: exantema; de: Exanthem; en: exanthem; es: exantema; eu: exantema; fa: اگزانتم; fr: exanthème; gl: exantema; hu: exantema; io: exantemo; it: esantema; la: exanthema; nl: exantheem; pt: exantema; ro: exantem; ru: экзантема; sr: оспа