αἰσθητός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aisthitos | |Transliteration C=aisthitos | ||
|Beta Code=ai)sqhto/s | |Beta Code=ai)sqhto/s | ||
|Definition= | |Definition=αἰσθητή, αἰσθητόν, and ός, όν Pl.''Men.'' 76d; [[sensible]], [[perceptible]], opp. [[νοητός]], Id.''Plt.''285e, etc.; | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ός, -όν Pl.<i>Mem</i>.76d]<br /><b class="num">1</b> [[perceptible a través de los sentidos]], [[sensible]] op. [[νοητός]]: ἢ αἰσθητὰ τὰ ὄντα ἢ νοητά Arist.<i>de An</i>.431<sup>b</sup>22, πάντα ... τὰ ... αἰσθητά τε καὶ νοητὰ [φ] ύσ[ε] ων εἴδη καὶ συν[πε] φ[υ] κότων todas las clases perceptibles y concebibles de entidades y sustancias</i> Phld.<i>Piet</i>.451, ὄψει αἰ. Gorg.B 4, αἰσθηταὶ τινες ὁμοιότητες Pl.<i>Plt</i>.285e, εἰσὶ ὁρίζοντες δύο, [[εἷς]] μὲν ὁ [[αἰσθητός]], ἕτερος δὲ ὁ λόγῳ θεωρητός Gem.5.55<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ αἰσθητόν [[el objeto sensible]] τὰ αἰσθητὰ δόξῃ περιληπτὰ μετ' αἰσθήσεως Pl.<i>Ti</i>.28b, cf. 37b, τὰ γὰρ αἰσθητὰ πάντα φθείρεται Arist.<i>Metaph</i>.999<sup>b</sup>4, οἱ καταλαμβάνοντες τὰ αἰσθητά Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.90, αἰσθητήρια δι' ὧν ἅπτεται τῶν αἰσθητῶν Ptol.<i>Iudic</i>.5.20, τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἀληθῆ καὶ ὄντα S.E.<i>M</i>.8.9<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὰ αἰσθητά]] = [[las cualidades sensibles]] op. [[αἴσθημα]] ‘[[sensación como contenido]]’, Arist.<i>Metaph</i>.1010<sup>b</sup>32, 1063<sup>b</sup>4.<br /><b class="num">2</b> adv. [[αἰσθητῶς]] = [[de manera sensible]] op. [[νοερῶς]]: εἰ μὲν μετὰ αἰσθήσεως διαβιοῖ, αἰσθητῶς καὶ ἐνεργεῖ, εἰ δὲ νοερῶς βιοῖ, νοερῶς καὶ ἐνεργεῖ Ascl.<i>in Metaph</i>.277.13, τοῦτο πάσχον συνεχῶς μὲν οὐκ αἰ. δέ Arist.<i>Col</i>.793<sup>b</sup>27, διοιδεῖν τὴν θάλατταν καὶ ἐπιβαίνειν τῆς γῆς [[αἰσθητῶς]] Posidon.217.34, τὸ ψυχρὸν αἰ. σκληρόν ἐστι Plu.2.953c. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />perceptible par les sens, sensible.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσθάνομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />[[perceptible par les sens]], [[sensible]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰσθάνομαι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[wahrnehmbar]], [[sinnlich]]</i>, Plat. <i>Tim</i>. 37b und [[öfter]].<br><b class="num">• Adv.</b>, Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''αἰσθητός:''' и 2 [adj. verb. к [[αἰσθάνομαι]] [[воспринимаемый чувствами]], [[чувственный]] Plat., Sext. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''αἰσθητός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, [[Πλάτων]] Μένων 76D: - ῥηματ. ἐπίθ., διὰ τῶν αἰσθήσεων ἀντιληπτός, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[νοητός]], ὁ αὐτ. Πολιτικ. 285Ε, κτλ.: τὸ αἰσθητόν, ὅ, τι αἰσθάνεταί τις, τὸ προσπῖπτον εἰς τὰς αἰσθήσεις, ὁ αὐτ. Τίμ. 37Β, κτλ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἀριστ. περὶ χρωμ. 3. 13., Πλούτ. 2. 953C. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰσθητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰσθάνομαι]], [[αντιληπτός]] δια των αισθήσεων, σε Πλάτ. | |lsmtext='''αἰσθητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰσθάνομαι]], [[αντιληπτός]] δια των αισθήσεων, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
αἰσθητή, αἰσθητόν, and ός, όν Pl.Men. 76d; sensible, perceptible, opp. νοητός, Id.Plt.285e, etc.;
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν Pl.Mem.76d]
1 perceptible a través de los sentidos, sensible op. νοητός: ἢ αἰσθητὰ τὰ ὄντα ἢ νοητά Arist.de An.431b22, πάντα ... τὰ ... αἰσθητά τε καὶ νοητὰ [φ] ύσ[ε] ων εἴδη καὶ συν[πε] φ[υ] κότων todas las clases perceptibles y concebibles de entidades y sustancias Phld.Piet.451, ὄψει αἰ. Gorg.B 4, αἰσθηταὶ τινες ὁμοιότητες Pl.Plt.285e, εἰσὶ ὁρίζοντες δύο, εἷς μὲν ὁ αἰσθητός, ἕτερος δὲ ὁ λόγῳ θεωρητός Gem.5.55
•subst. τὸ αἰσθητόν el objeto sensible τὰ αἰσθητὰ δόξῃ περιληπτὰ μετ' αἰσθήσεως Pl.Ti.28b, cf. 37b, τὰ γὰρ αἰσθητὰ πάντα φθείρεται Arist.Metaph.999b4, οἱ καταλαμβάνοντες τὰ αἰσθητά Chrysipp.Stoic.2.90, αἰσθητήρια δι' ὧν ἅπτεται τῶν αἰσθητῶν Ptol.Iudic.5.20, τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἀληθῆ καὶ ὄντα S.E.M.8.9
•subst. τὰ αἰσθητά = las cualidades sensibles op. αἴσθημα ‘sensación como contenido’, Arist.Metaph.1010b32, 1063b4.
2 adv. αἰσθητῶς = de manera sensible op. νοερῶς: εἰ μὲν μετὰ αἰσθήσεως διαβιοῖ, αἰσθητῶς καὶ ἐνεργεῖ, εἰ δὲ νοερῶς βιοῖ, νοερῶς καὶ ἐνεργεῖ Ascl.in Metaph.277.13, τοῦτο πάσχον συνεχῶς μὲν οὐκ αἰ. δέ Arist.Col.793b27, διοιδεῖν τὴν θάλατταν καὶ ἐπιβαίνειν τῆς γῆς αἰσθητῶς Posidon.217.34, τὸ ψυχρὸν αἰ. σκληρόν ἐστι Plu.2.953c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
perceptible par les sens, sensible.
Étymologie: αἰσθάνομαι.
German (Pape)
wahrnehmbar, sinnlich, Plat. Tim. 37b und öfter.
• Adv., Plut.
Russian (Dvoretsky)
αἰσθητός: и 2 [adj. verb. к αἰσθάνομαι воспринимаемый чувствами, чувственный Plat., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσθητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Πλάτων Μένων 76D: - ῥηματ. ἐπίθ., διὰ τῶν αἰσθήσεων ἀντιληπτός, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ νοητός, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 285Ε, κτλ.: τὸ αἰσθητόν, ὅ, τι αἰσθάνεταί τις, τὸ προσπῖπτον εἰς τὰς αἰσθήσεις, ὁ αὐτ. Τίμ. 37Β, κτλ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἀριστ. περὶ χρωμ. 3. 13., Πλούτ. 2. 953C.
Greek Monotonic
αἰσθητός: -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ. του αἰσθάνομαι, αντιληπτός δια των αισθήσεων, σε Πλάτ.
Middle Liddell
verb. adj. of αἰσθάνομαι,]
perceptible by the senses, Plat.
English (Woodhouse)
capable of being perceived by the senses, perceptible by the senses