νοητός
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
νοητή, νοητόν, hyperdor. νοατός Ti.Locr.95a:—
A falling within the province of νοῦς, mental, opp. φατός, ὁρατός, Parm.8.8, Pl.R.509d, al.; ν. καὶ ἀσώματα εἴδη Id.Sph.246b; ν. ζῷα Id.Ti.30c; ν. κόσμος Ph.1.5, etc.; opp. αἰσθητός, Arist.EN1174b34, Phld.Piet.81, Plu.2.1114d, D.L.3.10. Adv. νοητῶς, opp. αἰσθητῶς, Plot.4.8.6, cf. Ph.1.467, Iamb.Myst.8.6.
II = νοητικός, Orac. ap. Lyd.Mens.1.11. Adv. νοητῶς = carefully, LXX Pr.23.1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on peut percevoir par l'intelligence, intellectuel.
Étymologie: νοέω.
German (Pape)
was nur geistig wahrgenommen, nur mit dem Verstande begriffen werden kann, intellektuell; ὁ νοητὸς θεός, Plat. Tim. 48e; Gegensatz von ὁρατός, Rep. VI.509d; neben θεῖον καὶ ἀθάνατον, Phaed. 80b; νοητὰ ἄττα καὶ ἀσώματα εἴδη, Soph. 246b; Plut. und andere Spätere, auch im adv.
Russian (Dvoretsky)
νοητός: умопостигаемый, умозрительный (νοητὰ καὶ ἀσώματα εἴδη Plat.; ἀπὸ τῶν νοητῶν ἀποδιδράσκειν ἐπὶ τὰ αἰσθητά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νοητός: -ή, -όν, (νοέω) ὁ δυνάμενος νοηθῆναι, ὁ ὑποπίπτων εἰς τὴν διὰ τοῦ νοῦ ἀντίληψιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁπλῶς ὁρατόν, Πλάτ. Πολ. 509D, κ. ἀλλ.· πρὸς τὸ ἀσώματον, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 246Β· τὸ φατόν, Παρμεν. Ἀποσπ. 63· τὸ αἰσθητόν, Διογ. Λ. 3. 10. - Ἐπίρρ. νοητῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἰσθητῶς, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΓ΄, 1), Φίλων Ι, 312, 39. 2) πραγματικός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ δοξαστός, Karsten εἰς Παρμεν. σ. 146 κἑξ. ΙΙ. = νοητικός, Χρησμ. παρ’ Ἰω. Λυδ. π. Μηνῶν 81. 8.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νοητός, -ή, -όν, Α δωρ. τ. νοατός, -ή, -όν νοώ
αυτός που μπορεί να νοηθεί, να γίνει καταληπτός με τον νου, ο προσιτός στη διάνοια
νεοελλ.
1. κατανοητός
2. αυτός που υπάρχει μόνο στον νου, ιδεατός, νοερός, σε αντιδιαστολή, προς τον αισθητό, τον πραγματικό
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, νοήμων, ευφυής.
επίρρ...
νοητώς και -ά (ΑΜ νοητῶς) κατά τρόπο προσιτό μόνο με τον νου, νοερά
αρχ.
με περίσκεψη, με προσοχή.
Greek Monotonic
νοητός: -ή, -όν (νοέω), αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός με τη νόηση, διανοητικός, αντίθ. προς το ὁρατός, φανερός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
νοητός, ή, όν νοέω
perceptible to the mind, thinkable, opp. to visible (ὁρατόσ), Plat.
English (Woodhouse)
mental, existing only in the mind, to be apprehended only by the mind