αντιληπτός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀντιληπτός, -ή, -ό)
νεοελλ.
1. αυτός που υποπίπτει στην αντίληψη, ο κατανοητός
2. αυτός που τον αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις
αρχ.
τά ἀντιληπτά
τα αισθητά.