ἀσυνετοποιός: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asynetopoios
|Transliteration C=asynetopoios
|Beta Code=a)sunetopoio/s
|Beta Code=a)sunetopoio/s
|Definition=όν, [[nonsensical]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1286</span>.
|Definition=ἀσυνετοποιόν, [[nonsensical]], Sch.Ar.''Ra.''1286.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[carente de sentido]], [[absurdo]] τοῦτο λέγει χλευάζων ὡς ἀσυνετοποιόν Sch.Ar.<i>Ra</i>.1286.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυνετοποιός''': -όν, ὁ ἀσύνετα ποιῶν, [[μωρός]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1319, ὁ Βεκκ. ἔχει ἀσύνετα ποιοῦντα [[διῃρημένως]].
|lstext='''ἀσυνετοποιός''': -όν, ὁ ἀσύνετα ποιῶν, [[μωρός]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1319, ὁ Βεκκ. ἔχει ἀσύνετα ποιοῦντα [[διῃρημένως]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[carente de sentido]], [[absurdo]] τοῦτο λέγει χλευάζων ὡς ἀσυνετοποιόν Sch.Ar.<i>Ra</i>.1286.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσυνετοποιός]], ο (Μ) [[ασύνετος]]<br />[[ανόητος]], [[μωρός]].
|mltxt=[[ἀσυνετοποιός]], ο (Μ) [[ασύνετος]]<br />[[ανόητος]], [[μωρός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 25 August 2023

English (LSJ)

ἀσυνετοποιόν, nonsensical, Sch.Ar.Ra.1286.

Spanish (DGE)

-ον
carente de sentido, absurdo τοῦτο λέγει χλευάζων ὡς ἀσυνετοποιόν Sch.Ar.Ra.1286.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνετοποιός: -όν, ὁ ἀσύνετα ποιῶν, μωρός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1319, ὁ Βεκκ. ἔχει ἀσύνετα ποιοῦντα διῃρημένως.

Greek Monolingual

ἀσυνετοποιός, ο (Μ) ασύνετος
ανόητος, μωρός.