ασύνετος

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύνετος, -ον, Α και ἀξύνετος, -ον) συνετός
ανόητος, αστόχαστος
αρχ.
1. ο ανίκανος να καταλάβει κάτι
2. ακατανόητος, ακατάληπτος.