ασύνετος

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύνετος, -ον, Α και ἀξύνετος, -ον) συνετός
ανόητος, αστόχαστος
αρχ.
1. ο ανίκανος να καταλάβει κάτι
2. ακατανόητος, ακατάληπτος.