ὑπαρκτός: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yparktos
|Transliteration C=yparktos
|Beta Code=u(parkto/s
|Beta Code=u(parkto/s
|Definition=ή, όν, [[subsisting]], [[existent]], [[real]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>27</span>, Posidon. ap.<span class="bibl">D.L.7.91</span>, Plu.2.1046c, etc.
|Definition=ὑπαρκτή, ὑπαρκτόν, [[subsisting]], [[existent]], [[real]], Epicur.''Fr.''27, Posidon. ap.D.L.7.91, Plu.2.1046c, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1183.png Seite 1183]] ή, όν, adj. verb. von [[ὑπάρχω]], daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1183.png Seite 1183]] ή, όν, adj. verb. von [[ὑπάρχω]], daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui existe par soi-même <i>ou</i> réellement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάρχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαρκτός:''' Plut., Diog. L., Sext. = [[ὑπαρκτικός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπαρκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, [[πραγματικός]], [[Ποσειδώνιος]] παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.
|lstext='''ὑπαρκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, [[πραγματικός]], [[Ποσειδώνιος]] παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui existe par soi-même <i>ou</i> réellement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάρχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπαρκτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπάρχω]]<br />αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, [[πραγματικός]] (α. «υπαρκτό [[πρόβλημα]]» β. «μαντικὴ ὡς [[ἀνύπαρκτος]], εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να υπάρξει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπαρκτός]] [[σοσιαλισμός]]»<br /><b>(κοινων.)</b> <b>βλ.</b> [[σοσιαλισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπαρκτά</i><br />η ύπαρξη.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπαρκτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπάρχω]]<br />αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, [[πραγματικός]] (α. «υπαρκτό [[πρόβλημα]]» β. «μαντικὴ ὡς [[ἀνύπαρκτος]], εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να υπάρξει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπαρκτός]] [[σοσιαλισμός]]»<br /><b>(κοινων.)</b> <b>βλ.</b> [[σοσιαλισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπαρκτά</i><br />η ύπαρξη.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαρκτός:''' Plut., Diog. L., Sext. = [[ὑπαρκτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

English (LSJ)

ὑπαρκτή, ὑπαρκτόν, subsisting, existent, real, Epicur.Fr.27, Posidon. ap.D.L.7.91, Plu.2.1046c, etc.

German (Pape)

[Seite 1183] ή, όν, adj. verb. von ὑπάρχω, daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui existe par soi-même ou réellement.
Étymologie: ὑπάρχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαρκτός: Plut., Diog. L., Sext. = ὑπαρκτικός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαρκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, πραγματικός, Ποσειδώνιος παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπαρκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπάρχω
αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, πραγματικός (α. «υπαρκτό πρόβλημα» β. «μαντικὴ ὡς ἀνύπαρκτος, εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να υπάρξει
2. φρ. «υπαρκτός σοσιαλισμός»
(κοινων.) βλ. σοσιαλισμός
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπαρκτά
η ύπαρξη.