μελητέον: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Pl. ''R.''" to "Pl.''R.''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meliteon
|Transliteration C=meliteon
|Beta Code=melhte/on
|Beta Code=melhte/on
|Definition=[[one must take thought]], τοῦ λανθάνειν <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>365e</span>.
|Definition=[[one must take thought]], τοῦ λανθάνειν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''365e.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[μέλω]].
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[μέλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελητέον:''' adj. verb. к [[μέλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελητέον:''' ρημ. επίθ. του [[μέλω]], [[κάτι]] για το οποίο πρέπει να αναληφθεί [[φροντίδα]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''μελητέον:''' ρημ. επίθ. του [[μέλω]], [[κάτι]] για το οποίο πρέπει να αναληφθεί [[φροντίδα]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελητέον:''' adj. verb. к [[μέλω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 21 December 2024

English (LSJ)

one must take thought, τοῦ λανθάνειν Pl.R.365e.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de μέλω.

Russian (Dvoretsky)

μελητέον: adj. verb. к μέλω.

Greek (Liddell-Scott)

μελητέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ φροντίσῃ περί τινος, ἡμῖν οὐ μελητέον τοῦ λαθεῖν Πλάτ. Πολ. 365D.

Greek Monotonic

μελητέον: ρημ. επίθ. του μέλω, κάτι για το οποίο πρέπει να αναληφθεί φροντίδα, τινός, σε Πλάτ.