προσεξανίσταμαι: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proseksanistamai
|Transliteration C=proseksanistamai
|Beta Code=prosecani/stamai
|Beta Code=prosecani/stamai
|Definition=Pass. with aor. <b class="b3">-ανέστην</b>, [[rise up to]], πρὸς τὰ γόνατά τινος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>3</span>; [[rise up to meet]], τισι <span class="bibl">D.C.60.6</span>.
|Definition=Pass. with aor. -ανέστην, [[rise up to]], πρὸς τὰ γόνατά τινος Plu.''Pyrrh.''3; [[rise up to meet]], τισι D.C.60.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσεξαναστήσομαι, <i>ao.</i> προσεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἐξανίσταμαι.
|btext=<i>f.</i> προσεξαναστήσομαι, <i>ao.</i> προσεξανέστην, <i>etc.</i><br />[[se lever]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἐξανίσταμαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσεξανίσταμαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. -ανέστην, ἐξανίσταμαι, σηκώνομαι [[πρός]] τι, προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα τοῦ Γλαυκίου Πλουτ. Πύρρ. 3, Δίων Κ. 60. 6.
|elnltext=προσ-εξανίσταμαι, met aor. προσεξανέστην, intrans. zich oprichten.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεξανίσταμαι:''' [[приподниматься]]: προσεξαναστὰς πρός τι Plut. привстав (и дотянувшись) до чего-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεξανίσταμαι:''' Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ <i>-ανέστην</i>, σηκώνομαι πάνω προς μια [[κατεύθυνση]], [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσεξανίσταμαι:''' Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ <i>-ανέστην</i>, σηκώνομαι πάνω προς μια [[κατεύθυνση]], [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσεξανίσταμαι:''' [[приподниматься]]: προσεξαναστὰς πρός τι Plut. привстав (и дотянувшись) до чего-л.
|lstext='''προσεξανίσταμαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. -ανέστην, ἐξανίσταμαι, σηκώνομαι [[πρός]] τι, προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα τοῦ Γλαυκίου Πλουτ. Πύρρ. 3, Δίων Κ. 60. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-εξανίσταμαι, met aor. προσεξανέστην, intrans. zich oprichten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. with aor2 act. -ανέστην<br />to [[rise]] up to, πρός τι Plut.
|mdlsjtxt=Pass. with aor2 act. -ανέστην<br />to [[rise]] up to, πρός τι Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

English (LSJ)

Pass. with aor. -ανέστην, rise up to, πρὸς τὰ γόνατά τινος Plu.Pyrrh.3; rise up to meet, τισι D.C.60.6.

German (Pape)

[Seite 759] noch dazu, dabei aufstehen u. weggehen; Plut. Pyrrh. 3; D. Cass. 60, 6.

French (Bailly abrégé)

f. προσεξαναστήσομαι, ao. προσεξανέστην, etc.
se lever.
Étymologie: πρός, ἐξανίσταμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εξανίσταμαι, met aor. προσεξανέστην, intrans. zich oprichten.

Russian (Dvoretsky)

προσεξανίσταμαι: приподниматься: προσεξαναστὰς πρός τι Plut. привстав (и дотянувшись) до чего-л.

Greek Monolingual

Α ἐξανίσταμαι
1. σηκώνομαι μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι («προσερπύσας καὶ λαβόμενος τοῦ ἱματίου ταῖς χερσὶ καὶ προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα», Πλούτ.)
2. σηκώνομαι για να συναντήσω κάποιον.

Greek Monotonic

προσεξανίσταμαι: Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ -ανέστην, σηκώνομαι πάνω προς μια κατεύθυνση, πρός τι, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσεξανίσταμαι: Παθ., μετ’ ἀορ. -ανέστην, ἐξανίσταμαι, σηκώνομαι πρός τι, προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα τοῦ Γλαυκίου Πλουτ. Πύρρ. 3, Δίων Κ. 60. 6.

Middle Liddell

Pass. with aor2 act. -ανέστην
to rise up to, πρός τι Plut.