συνηρετέω: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synireteo
|Transliteration C=synireteo
|Beta Code=sunhrete/w
|Beta Code=sunhrete/w
|Definition=[[work with]], [[assist]], [[befriend]], τινι <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1329</span> (as Lob. from Hsch. (ξυνηρετίσεις· συνήσεις, συζυγήσεις) for [[συνηρετμεῖν]]) <b class="b3"> ἆρ' ὄλβος αὐτοῖς . . ξυνηρετεῖ</b>; <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>776</span> (prob. cj. for [[συνηρεφεῖ]] codd. Stob.); <b class="b3">ξ. τύχαις</b> [[adapt oneself]] to... ib.282.7 (but [[κἀξυπηρετεῖν]] (codd. Gal.) may be right).
|Definition=[[work with]], [[assist]], [[befriend]], τινι [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1329 (as Lob. from [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (ξυνηρετίσεις· συνήσεις, συζυγήσεις) for [[συνηρετμεῖν]]) <b class="b3"> ἆρ' ὄλβος αὐτοῖς.. ξυνηρετεῖ</b>; E.''Fr.''776 (prob. cj. for [[συνηρεφεῖ]] codd. Stob.); <b class="b3">ξ. τύχαις</b> [[adapt oneself]] to... ib.282.7 (but [[κἀξυπηρετεῖν]] (codd. Gal.) may be right).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[συνηρετμέω]].
|btext=[[συνηρετῶ]] :<br /><i>c.</i> [[συνηρετμέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνηρετέω''': συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τινι Σοφ. Αἴ. 1329 (ὡς ὁ Λοβέκ. ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἐν λέξ. συνηροτήσεις) ἀντὶ ξυνηρεμεῖν)· ἆρ’ ὅλβος αὐτοῖς... ξυνηρετεῖ; Εὐρ. Ἀποσπ. 773 (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ συνηρεφεῖ)· ― ξυνηρέτης, ου, ὁ, «[[σύμφωνος]]· ὡς ὁ [[ἐναντίος]], [[ἀντηρέτης]]» Φώτ.
|elnltext=συνηρετέω, Att. ook ξυνηρετέω &#91;[[σύν]], [[ἐρέτης]]] mederoeier zijn, meeroeien; overdr. meewerken (met), helpen; met dat.
}}
}}
{{lsm
{{pape
|lsmtext='''συνηρετέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἐρέτης]]), κωπηλάτω από κοινού· γενικά, [[βοηθώ]], [[συμβάλλω]], [[συμπράττω]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.
|ptext=<i>ein [[συνηρέτης]] sein</i>, nach Lobeck Emend. bei Hesych., wo ξυνηρετίσεις, συνήσεις, συζυγήσεις steht.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνηρετέω:''' Soph. = [[συνηρετμέω]].
|elrutext='''συνηρετέω:''' Soph. = [[συνηρετμέω]].
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=συνηρετέω, Att. ook ξυνηρετέω [σύν, ἐρέτης] mederoeier zijn, meeroeien; overdr. meewerken (met), helpen; met dat.
|lsmtext='''συνηρετέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἐρέτης]]), κωπηλάτω από κοινού· γενικά, [[βοηθώ]], [[συμβάλλω]], [[συμπράττω]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.
}}
{{ls
|lstext='''συνηρετέω''': συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τινι Σοφ. Αἴ. 1329 (ὡς ὁ Λοβέκ. ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἐν λέξ. συνηροτήσεις) ἀντὶ ξυνηρεμεῖν)· ἆρ’ ὅλβος αὐτοῖς... ξυνηρετεῖ; Εὐρ. Ἀποσπ. 773 (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ συνηρεφεῖ)· ― ξυνηρέτης, ου, ὁ, «[[σύμφωνος]]· ὡς ὁ [[ἐναντίος]], [[ἀντηρέτης]]» Φώτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[ἐρέτης]]<br />to [[assist]] in [[rowing]]: [[generally]], to [[assist]], [[befriend]], τινί Soph.
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[ἐρέτης]]<br />to [[assist]] in [[rowing]]: [[generally]], to [[assist]], [[befriend]], τινί Soph.
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 16 March 2024

English (LSJ)

work with, assist, befriend, τινι S.Aj.1329 (as Lob. from Hsch. (ξυνηρετίσεις· συνήσεις, συζυγήσεις) for συνηρετμεῖν) ἆρ' ὄλβος αὐτοῖς.. ξυνηρετεῖ; E.Fr.776 (prob. cj. for συνηρεφεῖ codd. Stob.); ξ. τύχαις adapt oneself to... ib.282.7 (but κἀξυπηρετεῖν (codd. Gal.) may be right).

French (Bailly abrégé)

συνηρετῶ :
c. συνηρετμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνηρετέω, Att. ook ξυνηρετέω [σύν, ἐρέτης] mederoeier zijn, meeroeien; overdr. meewerken (met), helpen; met dat.

German (Pape)

ein συνηρέτης sein, nach Lobeck Emend. bei Hesych., wo ξυνηρετίσεις, συνήσεις, συζυγήσεις steht.

Russian (Dvoretsky)

συνηρετέω: Soph. = συνηρετμέω.

Greek Monotonic

συνηρετέω: μέλ. -ήσω (ἐρέτης), κωπηλάτω από κοινού· γενικά, βοηθώ, συμβάλλω, συμπράττω, τινί, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συνηρετέω: συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τινι Σοφ. Αἴ. 1329 (ὡς ὁ Λοβέκ. ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἐν λέξ. συνηροτήσεις) ἀντὶ ξυνηρεμεῖν)· ἆρ’ ὅλβος αὐτοῖς... ξυνηρετεῖ; Εὐρ. Ἀποσπ. 773 (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ συνηρεφεῖ)· ― ξυνηρέτης, ου, ὁ, «σύμφωνος· ὡς ὁ ἐναντίος, ἀντηρέτης» Φώτ.

Middle Liddell

fut. ήσω ἐρέτης
to assist in rowing: generally, to assist, befriend, τινί Soph.