συμπράττω

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source

Middle Liddell

συμπράσσω Attic συμπράττω Ionic συμπρήσσω fut. ξω
I. to join or help in doing, τί τινι Aesch., Eur., etc.; ς. τινὶ τἀγαθά to assist one in procuring what is good, Arist.: —c. acc. rei only, Soph.; ς. εἰρήνην to help in negotiating peace, Xen.; c. dat. pers. only, to act with, cooperate with, τινί Thuc., etc.
2. absol. to lend aid, cooperate, Soph., Xen., etc.; οἱ ξυμπράσσοντες the confederates, Thuc.
II. intr., σὺν κακῶς πράσσοντι συμπράσσειν κακῶς to share in another's woe, Eur.
III. Mid. to assist in avenging, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τῆς Ἑλένης ἁρπαγάς Hdt.

French (Bailly abrégé)

faire qch avec qqn ; assister, aider, secourir : τινι qqn ; τι en qch ; τινι ὥστε avec un inf. XÉN qqn pour que ; οἱ συμπράσσοντες THC les confédérés;
Moy. συμπράσσομαι aider à réclamer ou à venger : Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς HDT aider Ménélas à venger l'enlèvement d'Hélène.
Étymologie: σύν, πράσσω.

German (Pape)

[Seite 989] att. -ττω, ion. συμπρήσσω (s. πράσσω), Etwas mit einem Andern zugleich od. zusammen thun, Einem beistehen, ihn unterstützen; τὰ δ' ἄλλα καὶ σύμπρασσε, Soph. Ai. 1371; Tr. 1167; σήμαιν' ὅτι χρή σοι συμπράττειν, Aesch. Prom. 295; ἥνπερ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν, σύμπραξον, Eur. I. T. 980; auch wie πράττω, in einer Lage sich befinden, σὺν κακῶς πράσσουσιν συμπράσσω κακῶς, Heracl. 27; u. in Prosa: Thuc. 3, 56. 8, 5 u. öfter; Plat. Ep. VII, 337 d; τινί, ὅπως ἕξει τι, Isocr. 4, 126, Xen. Cyr. 3, 2, 28; Pol. u. a. Sp. – Med. zum Eintreiben einer Schuld, Vollziehen einer Rache behülflich sein, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς, Her. 5, 94, sie halfen dem Menelaus den Raub der Helena rächen.

Russian (Dvoretsky)

συμπράσσω: атт. συμπράττω, ион. συμπρήσσω
1 содействовать, помогать: σ. τινί τι Aesch., Eur., Arst., τινὶ περί τινος Xen. и τινὶ ὑπέρ τινος Polyb. помогать кому-л. в чем-л.; σ. εἰρήνην Xen. содействовать заключению мира; μὴ ἑτέρων συμπραττόντων Lys. без посторонней помощи;
2 действовать вместе, сотрудничать (τινί Xen.): οἱ συμπράσσοντες Thuc., Xen. члены союза, союзники; σ. (v.l. συμπάσχειν) κακῶς σύν τινι Eur. разделять чьи-л. страдания;
3 med. совместно мстить, помогать отмщению (ὅσοι συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς Her.).

Greek Monolingual

συμπράττω, ΝΜΑ, και συμπράσσω και ιων. τ. συμπρήσσω Α πράττω
πράττω, κάνω κάτι μαζί με άλλους, συνεργάζομαι με άλλους για να γίνει κάτι (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «φέρε γὰρ σήμαιν' ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», Αισχύλ.
γ. «οἳ ἐδόκουν μάλιστα ξυμπρᾱξαι τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους», Θουκ.)
αρχ.
1. παρέχω συνδρομή, συντρέχω («ἀλλ' αὐτὸν εἰκαθόντα συμπράσσειν», Σοφ.)
2. βοηθώ κάποιον να βρει το δίκιο του, για επανόρθωση αδικίας («συνεπρήξαντο Μενέλεω τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς», Ηρόδ.)
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουδ.) οἱ συμπράσσοντες
οι σύμμαχοι.