μεγιστόπολις: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "gen. ιος" to "gen. -ιος")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megistopolis
|Transliteration C=megistopolis
|Beta Code=megisto/polis
|Beta Code=megisto/polis
|Definition=ι, [[making cities greatest]] or [[most blessed]], Ἁσυχία, μ. Δίκας θύγατερ <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span> 8.2</span>.
|Definition=ι, [[making cities greatest]] or [[most blessed]], Ἁσυχία, μ. Δίκας θύγατερ Pi.''P.'' 8.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιος, <i>att.</i> εως;<br />qui rend les cités puissantes.<br />'''Étymologie:''' [[μέγιστος]], [[πόλις]].
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιος, <i>att.</i> εως;<br />[[qui rend les cités puissantes]].<br />'''Étymologie:''' [[μέγιστος]], [[πόλις]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεγιστόπολις:''' 2, gen. ιος делающий города великими, способствующий процветанию городов ([[ἁσυχία]] Pind.).
|elrutext='''μεγιστόπολις:''' 2, gen. -ιος делающий города великими, способствующий процветанию городов ([[ἁσυχία]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 08:34, 18 September 2023

English (LSJ)

ι, making cities greatest or most blessed, Ἁσυχία, μ. Δίκας θύγατερ Pi.P. 8.2.

German (Pape)

[Seite 110] die Städte oder Staaten am größten machend, Δίκας μεγιστόπολι θύγατερ, Pind. P. 8, 2, heißt die Ruhe, der Friede.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιος, att. εως;
qui rend les cités puissantes.
Étymologie: μέγιστος, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

μεγιστόπολις: 2, gen. -ιος делающий города великими, способствующий процветанию городов (ἁσυχία Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστόπολις: ι, καθιστῶν τὰς πόλεις μεγίστας ἢ εὐδαιμονεστάτας, Ἁσυχία, μ. θυγάτηρ Δίκης Πινδ. Π. 8. 2.

English (Slater)

μεγιστόπολις f. adj., who makes cities supremely great (v. Williger, Sprachl. Untersuchungen, 18) Ἡσυχία, Δίκας ὧ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2)

Greek Monolingual

μεγιστόπολις, -ι (Α)
αυτός που καθιστά τις πόλεις μέγιστες ή αυτός που τους χαρίζει μέγιστη ευδαιμονία («Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + πόλις (πρβλ. μισόπολις, χρυσόπολις)].

Greek Monotonic

μεγιστόπολις: -ι, αυτός που δίνει τεράστια ισχύ στις πόλεις, σε Πίνδ.

Middle Liddell

making cities greatest, Pind.