μισόπολις
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
-εως, ὁ, ἡ, hating the commonwealth, Ar.V.411 (lyr.), Arist.Rh.Al.1442a13.
German (Pape)
[Seite 192] ιος, die Stadt, den Staat hassend, ἀνήρ, Ar. Vesp. 411.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
ennemi de la cité.
Étymologie: μισέω, πόλις.
Russian (Dvoretsky)
μῑσόπολις: ιος adj. ненавидящий город или государство (ἀνήρ Arph., Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόπολις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν πόλιν, τὴν πολιτείαν, Ἀριστοφ. Σφ. 411, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 37. 3.
Greek Monolingual
μισόπολις, -εως, ό, ἡ (Α)
αυτός που μισεί την πόλη, την πολιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + πόλις (πρβλ. φιλόπολις)].
Greek Monotonic
μῑσόπολις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που μισεί την πόλη, την κοινή ευημερία, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μῑσό-πολις, ιος, ὁ, ἡ,
hating the commonwealth, Ar.