ἐκτέατο: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτέατο:''' Ιων. αντί <i>ἔκτηντο</i>, γʹ πληθ. υπερσ. του [[κτάομαι]].
|lsmtext='''ἐκτέατο:''' Ιων. αντί <i>ἔκτηντο</i>, γʹ πληθ. υπερσ. του [[κτάομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτέατο Medium diacritics: ἐκτέατο Low diacritics: εκτέατο Capitals: ΕΚΤΕΑΤΟ
Transliteration A: ektéato Transliteration B: ekteato Transliteration C: ekteato Beta Code: e)kte/ato

English (LSJ)

Ion. 3pl. plpf. of κτάομαι.

Spanish (DGE)

v. κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτέατο: ион. 3 л. pl. ppf. к κτέαμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτέατο: Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσυντ. τοῦ κτάομαι.

Greek Monotonic

ἐκτέατο: Ιων. αντί ἔκτηντο, γʹ πληθ. υπερσ. του κτάομαι.