κραγόν: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (pape replacement)
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰγόν:''' ουδ. μτχ. αορ. βʹ του [[κράζω]].
|lsmtext='''κρᾰγόν:''' ουδ. μτχ. αορ. βʹ του [[κράζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρᾰγόν:''' adv. криком, во все горло (κράζειν Arph.).
|elrutext='''κρᾰγόν:''' adv. криком, во все горло (κράζειν Arph.).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[laut]] [[schreiend]]</i>; κραγὸν κεκράξεται Ar. <i>Eq</i>. 485.
}}
}}

Latest revision as of 16:36, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰγόν: Ἀριστοφ. Ἱππ. 487, ἴδε ἐν λέξ. κράζω.

Greek Monolingual

κραγόν (AM, Α και κράγον)
επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῖ ἡμᾶς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. του κραγός, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)].

Greek Monotonic

κρᾰγόν: ουδ. μτχ. αορ. βʹ του κράζω.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰγόν: adv. криком, во все горло (κράζειν Arph.).

German (Pape)

laut schreiend; κραγὸν κεκράξεται Ar. Eq. 485.