aspergil: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - "(?s)({{Georges.*?}}\n)({{LaEn.*?}}$)" to "$2 $1") |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 5: | Line 5: | ||
{{wkpel | {{wkpel | ||
|wkeltx=Αγιαστούρα ή [[αγιαστήρα]] ή [[ραντιστήρι]] ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον [[σταυρό]] χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό [[λαιμό]], με το οποίο γίνεται το [[ράντισμα]]. Επίσης λέγεται και [[ράντιστρο]] ή [[ραντιστήρι]] διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται [[aspergillum]]. | |wkeltx=Αγιαστούρα ή [[αγιαστήρα]] ή [[ραντιστήρι]] ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον [[σταυρό]] χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό [[λαιμό]], με το οποίο γίνεται το [[ράντισμα]]. Επίσης λέγεται και [[ράντιστρο]] ή [[ραντιστήρι]] διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται [[aspergillum]]. | ||
}} | }} | ||
{{LaEn | {{LaEn | ||
|lnetxt=aspergillum aspergilli N N :: aspergillum, holy water sprinkler/brush | |lnetxt=aspergillum aspergilli N N :: aspergillum, [[holy water sprinkler]]/[[holy water brush]] | ||
}} | }} | ||
{{Georges | {{Georges | ||
|georg=aspergillum, ī, n. (aspergere) = [[περιῤῥαντήριον]], der [[Wedel]] und das [[Gefäß]] zum Sprengen, Gloss. Labb. | |georg=aspergillum, ī, n. (aspergere) = [[περιῤῥαντήριον]], der [[Wedel]] und das [[Gefäß]] zum Sprengen, Gloss. Labb. | ||
}} | |||
{{Gaffiot | |||
|gf=<b>aspergillum</b>, ī, n. ([[aspergo]]), [[goupillon]], [[aspersoir]] : Gloss. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[aspergillum]]=== | |||
Afrikaans: wykwas; Armenian: ցողիչ; Old Armenian: մշտիկ; Catalan: aspersori; Czech: kropáč, kropěnka; Dutch: [[wijwaterkwast]]; English: [[aspersorium]], [[aspergil]], [[aspergillum]]; Finnish: vihmin; French: [[aspergeoir]], [[aspergès]], [[aspersoir]], [[écouvillon]], [[goupillon]]; German: [[Aspergill]], [[Weihwassersprengel]], [[Sprengel]], [[Weihwasserwedel]], [[Sprengwedel]], [[Weihwedel]]; Greek: [[αγιαστήρα]], [[αγιαστούρα]]; Ancient Greek: [[ἀπορραντήριον]], [[περιρραντήριον]]; Icelandic: kvöstur, stökkull; Irish: aisréad; Old Irish: esríat; Italian: [[aspersorio]]; Latin: [[aspergillum]]; Normand: évipilloun; Norwegian: aspergil; Polish: kropidło; Portuguese: [[hissope]], [[aspersório]], hissope; Russian: [[кропило]]; Sicilien: aspersòriu; Slovak: kropenička; Slovenian: aspergil; Spanish: [[hisopo]], [[aspersorio]]; Wallon: boubou | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 19 November 2024
Wikipedia EN
An aspergillum (less commonly, aspergilium or aspergil) is a liturgical implement used to sprinkle holy water. It comes in two common forms: a brush that is dipped in the water and shaken, and a silver ball on a stick. Some have sponges or internal reservoirs that dispense holy water when shaken, while others must periodically be dipped in an aspersorium (holy water bucket, known to art historians as a situla).
Wikipedia EL
Αγιαστούρα ή αγιαστήρα ή ραντιστήρι ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον σταυρό χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό λαιμό, με το οποίο γίνεται το ράντισμα. Επίσης λέγεται και ράντιστρο ή ραντιστήρι διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται aspergillum.
Latin > English
aspergillum aspergilli N N :: aspergillum, holy water sprinkler/holy water brush
Latin > German (Georges)
aspergillum, ī, n. (aspergere) = περιῤῥαντήριον, der Wedel und das Gefäß zum Sprengen, Gloss. Labb.
Latin > French (Gaffiot 2016)
aspergillum, ī, n. (aspergo), goupillon, aspersoir : Gloss.
Translations
aspergillum
Afrikaans: wykwas; Armenian: ցողիչ; Old Armenian: մշտիկ; Catalan: aspersori; Czech: kropáč, kropěnka; Dutch: wijwaterkwast; English: aspersorium, aspergil, aspergillum; Finnish: vihmin; French: aspergeoir, aspergès, aspersoir, écouvillon, goupillon; German: Aspergill, Weihwassersprengel, Sprengel, Weihwasserwedel, Sprengwedel, Weihwedel; Greek: αγιαστήρα, αγιαστούρα; Ancient Greek: ἀπορραντήριον, περιρραντήριον; Icelandic: kvöstur, stökkull; Irish: aisréad; Old Irish: esríat; Italian: aspersorio; Latin: aspergillum; Normand: évipilloun; Norwegian: aspergil; Polish: kropidło; Portuguese: hissope, aspersório, hissope; Russian: кропило; Sicilien: aspersòriu; Slovak: kropenička; Slovenian: aspergil; Spanish: hisopo, aspersorio; Wallon: boubou