Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἠνεμόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue

Source
(a)
 
(16)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1171.png Seite 1171]] wie der Sturm tönend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1171.png Seite 1171]] wie der Sturm tönend, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἠνεμόφωνος''': -ον, ἠχῶν ὡς ὁ [[ἄνεμος]], Ἰω. Γαζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠνεμόφωνος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φωνάζει ή ηχεί σαν τον άνεμο, που έχει βουερή [[φωνή]] ή βουερό ήχο.
}}
}}

Latest revision as of 06:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1171] wie der Sturm tönend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠνεμόφωνος: -ον, ἠχῶν ὡς ὁ ἄνεμος, Ἰω. Γαζ.

Greek Monolingual

ἠνεμόφωνος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή ηχεί σαν τον άνεμο, που έχει βουερή φωνή ή βουερό ήχο.