μολυβδωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(b)
 
(25)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] verblei't, mit Blei gelöthet, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] verblei't, mit Blei gelöthet, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μολυβδωτός''': -ή, -όν, κεκαλυμμένος ἢ κεκολλημένος διὰ μολύβδου, περιδεδεμένος διὰ μολύβδου, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />(Α [[μολυβδωτός]], -ή, -όν) [[μολυβδώνω]]<br />αυτός που έχει επικαλυφθεί ή κολληθεί ή περιδεθεί με μόλυβδο<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο κατασκευασμένος από μόλυβδο.
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 200] verblei't, mit Blei gelöthet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδωτός: -ή, -όν, κεκαλυμμένος ἢ κεκολλημένος διὰ μολύβδου, περιδεδεμένος διὰ μολύβδου, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό
μολυβδωτός, -ή, -όν) μολυβδώνω
αυτός που έχει επικαλυφθεί ή κολληθεί ή περιδεθεί με μόλυβδο
νεοελλ.
ο κατασκευασμένος από μόλυβδο.