ἀναπολητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
(b)
 
(4)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] ins Gedächtniß zurückrufend?
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] ins Gedächtniß zurückrufend?
}}
{{ls
|lstext='''ἀναπολητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναπολεῖν, Θ. Στ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[αναπόληση]], [[αναμνηστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναπολεί, ο [[μνημονικός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 203] ins Gedächtniß zurückrufend?

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπολητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναπολεῖν, Θ. Στ.

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο κατάλληλος για αναπόληση, αναμνηστικός
2. αυτός που αναπολεί, ο μνημονικός.