πορθμευτής: Difference between revisions

(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=porthmeftis
|Transliteration C=porthmeftis
|Beta Code=porqmeuth/s
|Beta Code=porqmeuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, = foreg., <span class="bibl">Eust. 1888.10</span>.
|Definition=πορθμευτοῦ, ὁ, = [[πορθμεύς]] ([[ferryman]], [[boatman]], [[seaman]], [[conveyer]], [[purveyor]]), Eust. 1888.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] ὁ, = Vorigem, Sp., vgl. Lob. Phryn. 376.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] ὁ, = Vorigem, Sp., vgl. Lob. Phryn. 376.
}}
{{ls
|lstext='''πορθμευτής''': Δωρ. -τάς, ὁ, = [[πορθμεύς]], Εὐστ. 1888. 10· π. φωτός, ὁ φέρων τὸ φῶς, Συνεσ. Ὕμν. 5. 8· ― θηλ. πορθμεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 4961.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΜΑ, δωρ. τ. πορθμευτάς, Α, θηλ. [[πορθμεύτρια]], Μ [[πορθμεύω]]<br />[[πορθμέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που μεταφέρει που μεταδίδει [[κάτι]] («πορθευτὴς φωτός», <b>Συνέσ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

English (LSJ)

πορθμευτοῦ, ὁ, = πορθμεύς (ferryman, boatman, seaman, conveyer, purveyor), Eust. 1888.10.

German (Pape)

[Seite 683] ὁ, = Vorigem, Sp., vgl. Lob. Phryn. 376.

Greek (Liddell-Scott)

πορθμευτής: Δωρ. -τάς, ὁ, = πορθμεύς, Εὐστ. 1888. 10· π. φωτός, ὁ φέρων τὸ φῶς, Συνεσ. Ὕμν. 5. 8· ― θηλ. πορθμεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 4961.

Greek Monolingual

ο, ΜΑ, δωρ. τ. πορθμευτάς, Α, θηλ. πορθμεύτρια, Μ πορθμεύω
πορθμέας
αρχ.
μτφ. αυτός που μεταφέρει που μεταδίδει κάτι («πορθευτὴς φωτός», Συνέσ.).