Τυνδάρειος: Difference between revisions
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (elru replacement) |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 22:08, 21 March 2024
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de Tyndare.
Étymologie: Τυνδάρεος.
Greek Monolingual
-α, -ον, θηλ. και -ος, Α Τυνδάρεος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τυνδάρεω, μυθικό βασιλιά της Σπάρτης.
Russian (Dvoretsky)
Τυνδάρειος: и 2 (ᾰ) тиндареев Eur., Arph.