μινυός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(a)
 
(25)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] = [[μινύς]], Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] = [[μινύς]], Eust.
}}
{{ls
|lstext='''μινυός''': -όν, = [[μινύς]], [[μικρός]], Εὐστ. 618, 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[μινυός]] (Μ)<br />([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) [[μικρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. συνδέεται με το αμφίβολης μαρτυρίας επίθ. [[μινύς]] «[[μικρός]], [[ολίγος]]» (<b>βλ. λ.</b> [[μινύθω]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:47, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 188] = μινύς, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

μινυός: -όν, = μινύς, μικρός, Εὐστ. 618, 23.

Greek Monolingual

μινυός (Μ)
(κατά τον Ευστ.) μικρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται με το αμφίβολης μαρτυρίας επίθ. μινύς «μικρός, ολίγος» (βλ. λ. μινύθω)].