pioenroos: Difference between revisions
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[ἀγλαόφαντον]], [[ἀγλαοφῶτις]], [[ | |nleltext=[[ἀγλαόφαντον]], [[ἀγλαοφῶτις]], [[αἱμαγωγόν]], [[ἀλφαιωνία]], [[ἀλφαωνιά]], [[ἀλφαωνία]], [[γλαβρήνη]], [[γλαοφώτη]], [[γλυκυσίδη]], [[γλυκυσίδιον]], [[γλυκυσῖτις]], [[δάκτυλοι Ἰδαῖοι]], [[διχόμηνος]], [[τὸ διχότομον]], [[διχότομον]], [[Ἑκατεία]], [[ἐφιαλτεία]], [[ἐφιαλτία]], [[ἐφιάλτιον]], [[θεοδόνιον]], [[θεοδώνιον]], [[κυνόσπαστος]], [[μήνιον]], [[ὀροβάδιον]], [[ὀρόβαξ]], [[παιωνία]], [[σελήνιον]], [[σεληνόγονον]], [[σεληνόγονος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:27, 19 May 2023
Dutch > Greek
ἀγλαόφαντον, ἀγλαοφῶτις, αἱμαγωγόν, ἀλφαιωνία, ἀλφαωνιά, ἀλφαωνία, γλαβρήνη, γλαοφώτη, γλυκυσίδη, γλυκυσίδιον, γλυκυσῖτις, δάκτυλοι Ἰδαῖοι, διχόμηνος, τὸ διχότομον, διχότομον, Ἑκατεία, ἐφιαλτεία, ἐφιαλτία, ἐφιάλτιον, θεοδόνιον, θεοδώνιον, κυνόσπαστος, μήνιον, ὀροβάδιον, ὀρόβαξ, παιωνία, σελήνιον, σεληνόγονον, σεληνόγονος