νεκροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(a)
 
(26)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] ές, todtenähnlich, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] ές, todtenähnlich, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''νεκροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς νεκρόν, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 1, σελ. 928, 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[νεκροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει όψη νεκρού, που [[είναι]] όμοιος με νεκρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 237] ές, todtenähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεκρόν, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 1, σελ. 928, 11.

Greek Monolingual

-ές (Α νεκροειδής, -ές)
αυτός που έχει όψη νεκρού, που είναι όμοιος με νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -ειδής].