μισοτύραννος: Difference between revisions

m (LSJ1 replacement)
m (elru replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 22:11, 21 March 2024

English (LSJ)

[ῠ], ον<, tyrant-hater, Hdt. 6.121,123, Aeschin.3.92, Plu.Tim.3.

German (Pape)

[Seite 192] Tyrannen hassend, Tyrannenfeind; Her. 6, 121. 123; Aesch. 3, 92; Plut. Timol. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait les tyrans ou la tyrannie.
Étymologie: μισέω, τύραννος.

Russian (Dvoretsky)

μῑσοτύραννος: (ῠ) ненавидящий тираннов Her., Aeschin., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοτύραννος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς τυράννους, Ἡρόδ. 6. 121, 123, Αἰσχίν. 66. 41.

Greek Monolingual

μισοτύραννος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους τυράννους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τύραννος (πρβλ. φιλοτύραννος)].

Greek Monotonic

μῑσοτύραννος: -ον, αυτος που αποστρέφεται τους τυράννους, σε Ηρόδ., Αισχίν.

Middle Liddell

μῑσο-τύραννος, ον
a tyrant-hater, Hdt., Aeschin.