άγλις: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄγλις]] (-ιθος και -ιδος) και ἀγλίς (-ῖθος), η (AM)<br /><b>1.</b> [[σκελίδα]] σκόρδου<br /><b>2.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>αἱ [[ἄγλιθες]]<br />το [[κεφάλι]] σκόρδου και οι σκελίδες που το αποτελούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το [[γέλγις]], που έχει την [[ίδια]] [[σημασία]]].
|mltxt=[[ἄγλις]] (-ιθος και -ιδος) και ἀγλίς (-ῖθος), η (AM)<br /><b>1.</b> [[σκελίδα]] σκόρδου<br /><b>2.</b> <b>συνήθως στον πληθ.</b> <i>αἱ [[ἄγλιθες]]<br />το [[κεφάλι]] σκόρδου και οι σκελίδες που το αποτελούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το [[γέλγις]], που έχει την [[ίδια]] [[σημασία]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:36, 21 March 2024

Greek Monolingual

ἄγλις (-ιθος και -ιδος) και ἀγλίς (-ῖθος), η (AM)
1. σκελίδα σκόρδου
2. συνήθως στον πληθ. αἱ ἄγλιθες
το κεφάλι σκόρδου και οι σκελίδες που το αποτελούν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το γέλγις, που έχει την ίδια σημασία].